Ψηλαφίζοντας την ιδεολογία που αναπτύσσει η εξουσία γύρω απ΄ τον φασισμό συναντάμε αντιλήψεις που κάθε άλλο παρά τυχαία και αθώα έχουν εδραιωθεί στον κυρίαρχο λόγο.
«Αυτά τα χέρια μπορεί να χαιρετάνε καμιά φορά ‘’έτσι’’ (σ.σ. φασιστικά) αλλά είναι καθαρά», φράση που ακούσαμε απ΄ τον φυρερίσκο της χα. Έλα όμως που υπάρχουν χέρια, που ναι μεν δεν χαιρετάνε έτσι, ωστόσο ήταν και είναι εξίσου ‘’καθαρά’’.
Αυτά τα χέρια, λοιπόν, δεν χαιρετάνε φασιστικά, δεν έχουν tattoo με μαιάνδρους, δεν νοσταλγούν απαραίτητα εποχές με φοίνικες φλαμπέ. Μιλάμε για τα ‘’δημοκρατικά’’ χέρια. Χέρια που δίνουν εντολές για -κρατικά και παρακρατικά- πογκρόμ μεταναστών, χέρια που όπλισαν τη μανωλάδα, που εξοικειώνουν με τη βία της ανεργίας επειδή ‘’δεν τους βγαίνουν τα νούμερα’’, χέρια που βλέπουν ‘’πλεονάζοντες πληθυσμούς’’. Ανθρώπους που περισσεύουν.
Και σ΄ αυτή τη γραφική φιγούρα του φασισμού που προσπαθεί να εγκαθιδρύσει ο κυρίαρχος λόγος, έρχεται να προστεθεί ένα επιπλέον στοιχείο: το παρανοϊκό της υπόθεσης. Ο φασισμός, λοιπόν, παίρνει σάρκα και οστά από μια καρικατούρα που παραπαίει μακιαβελικά υπό την υπόκρουση εμβατηρίων και κακών γερμανικών.
Αυτές οι διόλου τυχαίες και αθώες αντιλήψεις που μετά από δεκαετίες προπαγάνδας έχουν προσδεθεί αυτονόητα πλέον στον κοινό νου, έχουν ξεκάθαρη στόχευση. Αφ’ ενός το να παρουσιάζεται ο φασισμός ως ένα μόρφωμα που ξεπήδησε απ’ την ιστορία, αυτόνομα, χωρίς κάποια συνέχεια ή σύνδεση με τα προϋπάρχοντα πολιτικά καθεστώτα. Έτσι η αστική δημοκρατία όχι μόνο απαλλάσσεται από κάθε συσχετισμό με τα φασιστικά μορφώματα, αλλά αντίθετα αυτοστέφεται αναχαιτιστής τους, υποδεικνύοντας ως υπαίτιο κάποιον φυρερίσκο που ‘’σάλεψε’’ και σφάγιαζε πληθυσμούς, και όχι την εκμεταλλευτική τάξη που κάνοντας έναν -στρατηγικότατο και καθόλου παρανοΪκό- ελιγμό αποφάσισε να αντλεί κέρδος και να ασκεί εξουσία με ένα κλικ πιο βίαιο τρόπο.
Αφ’ ετέρου η λογική του ‘’επιστημονικά’’ τεκμηριωμένου όρου, που κουνάει το δάχτυλο σε όποιον αποφασίσει να χρησιμοποιήσει πέραν αυτού τη λέξη φασισμός. Ο φασισμός ξαφνικά αποκτά εθνικό πρόσημο και ρίχνεται στα χαρακώματα μιας εποχής (ο φασισμός γεννήθηκε στην ιταλία, άρα ο έλλην εθνικιστής δεν μπορεί να λέγεται φασίστας). Έτσι παρουσιάζεται ως εξ ορισμού λάθος να μιλάς για ολοκληρωτικές πρακτικές στο σήμερα, μιας και στη δικιά μας εποχή η δημοκρατία είναι κατοχυρωμένη και δρα ως εγγυητής απέναντι σε οποιαδήποτε φασιστική διάθεση.
Εμείς όμως τον φασισμό μπορούμε να τον αντιληφθούμε πολυποίκιλα στις ζωές μας και αφουγκραζόμενοι την κινηματική και ταξική μνήμη -και καμία αυθεντία που κουνάει το δάχτυλο- να τον ορίσουμε με τρεις προτάσεις ως ένα μόρφωμα που: Διαλύει κάθε κοινωνικό δεσμό και επιβάλλει το κράτος ως μόνο συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανθρώπων. Φέρνει στην επιφάνεια τα πιο απεχθή ανθρώπινα στοιχεία σε κοινωνίες παρηκμασμένες τσακίζοντας την ταξική και κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ των προλετάριων. Είναι ο απόλυτος εκφραστής της βίαιης εξουσίας του κράτους και του καπιταλισμού όταν υπονομεύεται η συναίνεση στο σύστημα. (από κείμενο του N. Μαζιώτη και της Π. Ρούπα)
Στη σημερινή πραγματικότητα το κράτος και το κεφάλαιο διανύουν μια κρίση βαθιά συστημική και για το ξεπέρασμά της πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κατάλληλη αντιβίωση ανάλογα με τα συμπτώματα. Με στόχο το ξεπέρασμά αυτής της κρίσης, από πλευράς κεφαλαίου, το οικονομικό μοντέλο που χρησιμοποιείται είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ως μία προσπάθεια αναδιάρθρωσης των σχέσεων παραγωγής προς όφελος των αφεντικών και παράλληλη βίαιη υποτίμηση της εργασίας και των εργατών. Έτσι ο όλο και εντονότερος ολοκληρωτισμός που βιώνουμε καθημερινά χρειάζεται την κοινωνική συναίνεση για να επιβιώσει και προσπαθεί να την αποκτήσει είτε με το λόγο είτε με τη ράβδο. Στο πλαίσιο αυτό οι ταξικές αντιθέσεις γίνονται πλέον ξεκάθαρες, και βρίσκουν το προλεταριάτο να παλεύει για την επιβίωση του σε αντίθεση με την προ κρίσης εποχή όπου οι κοινωνικές αντιστάσεις ήταν εντονότερες.
Το κράτος λοιπόν για να καταστείλει την όποια υπόνοια αντίστασης χρησιμοποιεί ένα ευρύ ‘’οπλοστάσιο’’ με το παρακράτος είναι το κατεξοχήν αποτελεσματικό του όπλο. Οι φασίστες με τις πράξεις και τον ρατσιστικό οχετό τους έκαναν τις πρακτικές του κράτους να φαντάζουν δημοκρατικές. Βλέπουμε λοιπόν την κυριαρχία να επιτίθεται στα αγωνιζόμενα και τα περιθωριοποιημένα κομμάτια σε ένα δρόμο που οι φασίστες είχαν από πριν λειάνει. Έτσι, ακολουθώντας την κεντρική πολιτική των κυβερνήσεων, όταν αυτές βρίσκουν υπαίτιους για την ανεργία τους μετανάστες και τους συλλαμβάνουν, τους βασανίζουν και τους φυλακίζουν τα τάγματα εφόδου της χ.α. τους τρομοκρατούν και τους δολοφονούν. Όταν οι ταξικοί αγώνες οξύνονται η δημοκρατία παρακολουθεί, συλλαμβάνει, βασανίζει, φυλακίζει και τρομοκρατεί τους αγωνιστές, εκκενώνει καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και οι φασίστες επιτίθενται νύχτα σε καταλήψεις και αγωνιστές με τις γνωστές συμμορίτικες πρακτικές τους και ως αναμενόμενο επακόλουθο αυτών φτάνουν στη δολοφονία.
Η πολιτική δολοφονία του Παύλου Φύσσα σχηματίζει μια ταυτότητα που μόνο τυχαία δεν μπορεί να ήταν. Βρέθηκε στο στόχαστρο ως εργάτης, αντιφασίστας, από λαϊκή γειτονιά, όπως βρέθηκε στο στάχαστρο και η ταυτότητα του μετανάστη Σαχτζατ Λουκμάν που δολοφονήθηκε στα Πετράλωνα (που πέρασε στα ψιλά γράμματα των ειδήσεων μιας και δεν ήταν έλληνας). Ο πολιτικός χαρακτήρας της δολοφονίας φυσικά αποκρύφτηκε. ’Ήταν άλλος ένας νεκρός στα πλαίσια του ταξικού πολέμου. ‘Ήταν άλλος ένας νεκρός που δολοφονήθηκε από τα τσιράκια των αφεντικών.
Και έφτασε ο καιρός που το κρατικό σχέδιο για τους φασίστες άλλαξε, αφού μάλλον έπρεπε να ‘’κλαδευτούν’’ λιγάκι. Συλλαμβάνοντας λοιπόν μερικούς φασίστες και καταδικάζοντάς τους μάλιστα με άσχετες κατηγορίες όπως αυτή της μαστροπείας, οι απαιτήσεις της κοινής γνώμης για δικαιοσύνη ικανοποιούνται μερικώς και ενισχύεται ο φασισμός του κράτους υπό το πέπλο της δημοκρατίας. Επαναφέρεται στο προσκήνιο η θεωρία των δύο άκρων που προβάλλει το κράτος και τους μηχανισμούς του ως το μετριοπαθές και διαλλακτικό «μέσο» και εξομοιώνει τη βία με την αντιβία. Τα οφέλη για την κυριαρχία από αυτήν τη θεωρία είναι διπλά.
Από τη μία πλευρά ενισχύεται το ιδεολόγημα της ησυχίας, τάξης και ασφάλειας. Δικαιολογείται έτσι η υπερπληθώρα μπάτσων στις γειτονιές και οι έλεγχοι, δικαιολογούνται και οι αγανακτισμένοι καταστηματάρχες και περίοικοι. Το κράτος παίρνει ρόλο διαιτητή και προβάλλεται ως αυτό που θα διαχειριστεί και θα επαναφέρει την ομαλότητα που διαταράχθηκε, ως αυτό που θα προστατεύει και θα παροπλίζει την δημοκρατία.
Από την άλλη πλευρά νομιμοποιείται η βία των αφεντικών, των μπάτσων, των δικαστών, των ρουφιανοδημοσιογράφων και των φασιστών που ασκείται στο προλεταριάτο, ενώ παράλληλα ποινικοποιείται η αντιβία των από τα κάτω όταν επιχειρούν να αντισταθούν με αξιοπρέπεια. Νομιμοποιούνται οι απολύσεις, οι μειώσεις μισθών και οι επιτάξεις. Νομιμοποιούνται οι εισβολές και οι εκκενώσεις καταυλισμών ρομά, οι διαπομπεύσεις οροθετικών, οι εγκλεισμοί μεταναστών επειδή δεν έχουν χαρτιά, οι εκκενώσεις καταλήψεων και αυτοδιαχειριζόμενων χώρων και οι προφυλακίσεις κατοίκων που αντιστέκονται στην επέλαση επιχειρήσεων στον τόπο τους (Σκουριές). Νομιμοποιείται η δολοφονία του Θανάση Καναούτη στο Περιστέρι από ελεγκτή σε τρόλεϊ επειδή δεν είχε εισιτήριο. Νομιμοποιούνται όλες αυτές οι μορφές βίας που προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν εφάπτονται σε τίποτα με τον φασισμό. Κι όλα αυτά επειδή έχει ήδη νομιμοποιηθεί η φτώχεια και η εξαθλίωση της τάξης μας.
η δημοκρατία τους
βρωμάει φασισμό
να την τσακίσουμε
μαζί με κάθε νεοναζιστικό απόβρασμά της